- φωτεινοειδής
- φωτεινοειδής, ες,A like light, Sch.D.T.p.175 H., Sch.E.Hipp.740.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωτεινοειδής — ές, ΜΑ όμοιος με φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτεινός + ειδής*] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek